- υπερηφάνως
- ΜΑεπίρρ. βλ. υπερήφανος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερηφάνως — ὑπερήφανος overweening adverbial ὑπερήφανος overweening masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… … Dictionary of Greek
гърдо — (3*) нар. Дерзко: ни ѡ словесѣхъ ѥго державныхъ ѹстыдѣсѩ, гордо и неѹстыдѣсѩ ѡмраченъ на нь [в изд. нань] противѹста. (ὑπερηφάνως) ГА XIII–XIV, 48а; третии же Сенахиримъ… пришедъ на Иѥр(с)лмъ гордо же и мерзъко… б҃опосланою ˫азвою во˫а погѹби… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φιλυπερηφάνως — Μ επίρρ. με περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑπερηφάνως] … Dictionary of Greek